- παλλακῖνος
- παλλᾰκ-ῖνος, ὁ,A son by a concubine, Sophr.124.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παλλακίνος — παλλακῑνος, ὁ (Α) γιος παλλακίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλλακή + επίθημα ῖνος (πρβλ. κόραξ: κορακίνος)] … Dictionary of Greek
παλλακῖνος — son by a concubine masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)